- λαφύστιαι
- λαφύστιοςgluttonousfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαφύστιος — λαφύστιος, ία, ον (Α) 1. λαίμαργος, αδηφάγος 2. αυτός που κατασπαράχθηκε 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Λαφύστιος α) προσωνυμία τού Διός στους Μινύες τού Ορχομενού β) προσωνυμία τού Διονύσου στη Βοιωτία 4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. οπαδός τού Διονύσου… … Dictionary of Greek